- αναποτέλεστος
- ἀναποτέλεστος, -ον (Μ) [ἀποτελῶ]αυτός που δεν συντελέστηκε, ατέλειωτος, ασυμπλήρωτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀναποτέλεστον — ἀναποτέλεστος unfinished masc/fem acc sg ἀναποτέλεστος unfinished neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναποτελέστου — ἀναποτέλεστος unfinished masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)